Στρατηγικό λάθος ή αποτέλεσμα διχόνοιας;
Του Ιωάννη Κ. Μήτρου
Ιστορικός, ανθρωπολόγος
17/09/2007
Το άρθρο που ακολουθεί είναι επαναδημοσίευση από την Εφ. "ΤΟ ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΝ", τ 05/17-09-2007. Αυτό γίνεται γιατί ένα τόσο μεγάλο ιστορικό γεγονός που έγινε στην περιοχή μας, δυστυχώς δεν τιμήθηκε, όπως τόσα αλλά μεγαλύτερα αλλά και μικρότερα γεγονότα, που τιμήθηκαν σε όλη την Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον κόσμο, με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, "...την μοναδική στον κόσμο Επανάσταση, που έγινε με πολεμιστές που φορούσαν λευκά ρούχα, την ηρωική και αθάνατη φουστανέλα!!!", όπως τόνιζε στις διαλέξεις του, ο Αθάνατος Λιαντίνης!!!
Το Νοέμβριο του 1825 διεξήχθη στο Μαυρομάτι Βοιωτίας μία φονική μάχη κατά την οποία 44 Έλληνες υπερασπιστές της ελευθερίας βρήκαν τραγικό θάνατο πολεμώντας εναντίων υπέρτερων οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων1. Το σημαντικό αυτό γεγονός που εκτυλίχθηκε στην επαρχία Θηβών για πολύ καιρό παρέμεινε στη λήθη. Μόλις το 1895 ο νομικός Ευκλείδης Βάγιαννης επιχείρησε για πρώτη φορά να σκιαγραφήσει το γεγονοτολογικό του υπόβαθρο. Η ενδελεχής συγκέντρωση πληροφοριών όμως, δεν ήταν μέσα στις προσδοκίες του συγγραφέα με αποτέλεσμα τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες που το συνέθεταν να παραμείνουν στην αφάνεια2. Διαφορετικές προθέσεις είχε ο ιστοριογράφος Γεώργιος Τσεβάς που 33 χρόνια αργότερα έδωσε στη δημοσιότητα την ολοκληρωμένη εικόνα αυτής της στρατιωτικής αναμέτρησης3. Αν και η κριτική του προσέγγιση στον αριθμό των στρατιωτών4, στην ημερομηνία5 και στις ευρύτερες διεργασίες που επηρέασαν αναπόδραστα την πλοκή του συμβάντος6 ήταν ανύπαρκτη, κατάφερε να διαγράψει αφηγηματικά την πιο λεπτομερή μάχη στη Βοιωτία μετά από εκείνη της Πέτρας. Χρησιμοποιώντας το μεθοδολογικό εργαλείο της προφορικής παράδοσης, της οποίας αποδείχτηκε και ο μοναδικός θεματοφύλακας, ο συγγραφέας ανέδειξε την ηγετική φυσιογνωμία του εκ Σκούρτων Θηβών οπλαρχηγού Αθανασίου Γάτση, που ως τότε βρισκόταν υπό την σκιά των Οδυσσέα Ανδρούτσου και Αθανασίου Διάκου. Αρκετά χρόνια αργότερα ο ιστοριοδίφης Τάκης Λάππας εμπλούτισε τη διήγηση με νέα στοιχεία, συμβάλλοντας στην παγίωση του ήδη συγκινησιακού της χαρακτήρα7. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Λουκάς Φανόπουλος σε μια μνημειώδη παρουσίαση της βοιωτικής αντίστασης στο 1821, ανέδειξε πρωτογενές υλικό σχετιζόμενο με τον πρωταγωνιστή του ολοκαυτώματος Θανάση Σκουρτανιώτη, κλείνοντας έτσι την αυλαία του ρομαντικού δράματος8. Έκτοτε, ως και σήμερα, η εξιστόρηση του Τσεβά επαναλαμβάνεται και αναπαράγεται, περισσότερο για να δημοσιοποιηθεί το θέμα και για να κεντριστεί η εθνική συνείδηση σε διάφορες επετείους, παρά για να ενδυναμωθεί η ιστορική αλήθεια. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελούν οι σχετικές μελέτες των Μελέτη Μπεναρδή, Δημήτρη Καλλιέρη, Βαγγέλη Μίχα, Δημήτρη Λιάκουρη και Θανάση Κυριάκου, οι οποίες εισδύουν βαθύτερα στο θέμα9.
Ας παρακολουθήσουμε αδρομερώς το συμβάν, από μια διαφορετική οπτική από ό,τι ως σήμερα έχουμε συνηθίσει να αντικρίζουμε.
Το ψυχρό πρωινό της 3ης Νοεμβρίου 1825, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα 48 άτακτων υπό την αρχηγία του αντιστράτηγου10 Αθανασίου Γάτση ή Σκουρτανιώτη, κατά τη διάρκεια μιας αναγνωριστικής περιπόλου στην ευρύτερη περιοχή του τέως Δήμου Θεσπιέων, αφού αντιλήφθηκε αιφνιδίως την παρουσία του Οθωμανικού στρατού σε κοντινή απόσταση, και συγκεκριμένα στο σημερινό κεντρικό δρόμο Θηβών-Λιβαδειάς, αποφάσισε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες να το προσελκύσει σε μάχη, παρά το γεγονός ότι υπολειπόταν συντριπτικά σε αριθμό και πολεμοφόδια. Ο χώρος που επέλεξε ο αρχηγός για να οργανώσει την άμυνά του ήταν ο βυζαντινός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Μαυρομάτι11. Βασικό ρόλο στην απόφασή του έπαιξαν, αφενός μεν η επιμονή του συναρχηγού; του Ιωάννη Δρίτσουλα ότι θα κερδίσουν τη μάχη και θα δοξασθούνε όπως συνέβη με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στη Γραβιά και αφετέρου δε, η προσδοκία του ιδίου για στρατιωτική υποστήριξη, που ευελπιστούσε να επιτευχθεί κατά τις απογευματινές ώρες. Για το λόγο αυτόν τέσσερις γοργοπόδαροι αγγελιοφόροι απεστάλησαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα προς ανεύρεση του πλησιέστερου φίλιου τμήματος «για να έλθωσι να τους βοηθήσουν ή να τους θάψουν». Ο Σκουρτανιώτης ήλπιζε ότι η άφιξη στρατιωτικής ενισχύσεως, εκ φύσεως θα παρείχε τη δυνατότητα αιφνιδιασμού, πλευροκοπήσεως και αποδυναμώσεως του εχθρού, και με λίγη τύχη ίσως και εκμηδενισμού του. Οπότε η άμυνα που θα παρέθετε αποτελούσε τμήμα μιας γενικότερης στρατηγικής στόχευσης με σκοπό την άπαξ εξολόθρευση μιας εκ των ισχυρότερων εχθρικών δυνάμεων του σαντζακιού του Ευρίπου που τον καιρό εκείνο διοικούσε ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου.
Η οθωμανική επίθεση ξεκίνησε το μεσημέρι της ίδιας ημέρας και ήταν σφοδρή. Λεπτό προς λεπτό γινόταν σφοδρότερη και ώρα με την ώρα ασθενικότερη. Το απόγευμα είχε πλήρως εξαρθρωθεί και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εντελώς αποτυχημένη. Αιτία ήταν η στρατηγική ικανότητα του Έλληνα αρχηγού που επέτυχε, αφενός μεν να αντιτάξει στον αντίπαλό του σθεναρή αντίσταση καθ’ όλη τη διάρκεια των εχθροπραξιών έχοντας ως αντιστήριγμα τον οχυρωματικό περίβολο της εκκλησίας, και αφετέρου δε, να διατηρήσει το έμψυχό του υλικό σε άριστη κατάσταση μείον τους συνήθεις μικροτραυματισμούς. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι οι επιθέσεις του εχθρού, αν και ήταν αλλεπάλληλες, θυελλώδεις και μαζικές, αποκρούστηκαν ή απορροφήθηκαν εξαιτίας της ψύχραιμης, λυσσαλέας και αποτελεσματικής στάσης των ίδιων των υπερασπιστών∙ ο υπερκερασμός του προστατευτικού μαντρότοιχου μετέτρεπε συχνά τη μάχη σε εκ του συστάδην οδηγώντας τον εχθρό σε απροσμέτρητες απώλειες και μορφοποιώντας τον τόπο σε ένα συμφυρμό χώματος, σάρκας και αίματος. Εκατόν πενήντα και πλέον Οθωμανοί σφαγιάστηκαν ή τέθηκαν εκτός μάχης στα πρώτα κύματα της επιθέσεως∙ η πρώτη φάση της αναμέτρησης κινδύνευε να είναι για εκείνους και η οριστική. Η απελπισία τους κυρίευσε διότι η πλάστιγγα της νίκης είχε γείρει φανερά με το μέρος των Ελλήνων.
Ακριβώς στο σημείο αυτό επικράτησε σιωπή και η παύση των πάσης φύσεως πολεμικών ορυμαγδών, έδωσε προς στιγμήν την εντύπωση της ολοκληρωτικής υποχωρήσεως του εχθρού. Αλλά η εντύπωση ήταν απατηλή. Ήταν η σιωπή προτού ξεσπάσει η κύρια καταιγίδα, γιατί εκείνο το οποίο δεν είχε ως τότε συμβεί στην ελληνική, συνέβη στην αντίπαλο πλευρά. Μια ισχυρή επικουρική δύναμη αποτελούμενη από 600 Οθωμανούς πεζικάριους και ιππείς αναφάνηκε στα βορειοδυτικά του λόφου της Αγια-Σωτήρας και κινήθηκε ολοταχώς εναντίον των αμυνομένων, εξανεμίζοντάς τους κάθε ίχνος ελπίδας για επιτυχή έκβαση του αγώνα. Παρόλα αυτά, οι Έλληνες μαχητές δίχως να χάσουν τη ψυχραιμία τους, εξακολούθησαν να πολεμούν πεισματωδώς, σαν ένας αποφασισμένος άνθρωπος, «…άφωνοι, εν θαυμαστή αταραξία…» παρά του ότι οι πιθανότητες επιβίωσης είχαν απελπιστικά ελαττωθεί.
....................................................................................
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από την αναπαράσταση που έγινε την 26-10-1975, στο Μαυρομμάτι.
Η μάχη συνεχίστηκε και ήταν φονική. Οι άμυνες όμως κρατούσαν. Η προσπάθεια για την επιβίωση έδιωχνε την κούραση των αμυνομένων και έκανε την ώρα να περνάει. Η βοήθεια όμως δεν ερχόταν. Είναι άγνωστο σε μας σήμερα για το τι ένιωθαν κάποιοι άγνωστοι στρατιώτες στην Αλυκή βλέποντας με ασφάλεια τον ήλιο να βυθίζεται στο πέλαγος, ενώ την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι πέθαιναν για την πατρίδα. Πράγματι, η δύση του ηλίου βρήκε τους υπερασπιστές σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, διότι ναι μεν η παρελκυστική τους τακτική είχε επιτύχει, αλλά οι φίλιες δυνάμεις δεν είχαν ακόμα αναφανεί12. Αφού εξάντλησαν το σύνολο των αποθεμάτων από τα πυρομαχικά που διέθεταν, υποχώρησαν του περιτειχίσματος και οχυρώθηκαν μέσα στο μικρής χωρητικότητας ναό. Η αναπόφευκτη αυτή κίνηση αποδείχτηκε ολέθρια. Ο επικεφαλής της οθωμανικής στρατιωτικής φάλαγγας εκμεταλλευόμενος αυτόν τον «περιορισμό», διέταξε αμέσως την περικύκλωσή τους ώστε να τους αποστερήσει κάθε ενδεχόμενη ενέργεια προς διάρρηξη του κλοιού. Μόλις μάλιστα διαπίστωσε ότι τα βόλια των αμυνομένων καταναλώθηκαν μέχρι ενός, βρέθηκε αντιμέτωπος με τρεις θανάσιμες επιλογές: πρώτο, να ζητήσει βαρύ οπλισμό από την κοντινότερη έδρα ανεφοδιασμού, δηλαδή τη Θήβα, για να κανονιοβολήσει τους εσωκλείστους, πράγμα που απαιτούσε χρόνο και οι πολιορκημένοι μπορεί να ενισχύονταν με εξωτερική βοήθεια∙ δεύτερο, να επιδιώξει να εκπορθήσει με εφόρμηση το ναό αλλά θα διακινδύνευε να αυξήσει το μέγεθος των απωλειών του∙ τέλος, να υποχρεώσει τους αγωνιστές σε έξοδο ώστε να τους αιχμαλωτίσει ή να τους εξολοθρεύσει με συγκέντρωση πυρός. Το σχέδιο που συνέφερε ήταν το τρίτο. Ο αξιωματούχος απέστειλε στρατιώτες που αναρριχήθηκαν στην εξωτερική οροφή της εκκλησίας και αφού άνοιξαν οπές διοχέτευσαν στο εσωτερικό της δηλητηριώδη και δύσοσμα αέρια, καθώς και εύφλεκτες δραστικότατες ουσίες, όπως θειάφι και πίσσα.
Για να αποφύγουν την αιχμαλώτιση και τις συνεπακόλουθες κακοποιήσεις εις βάρος τους, οι «επαναστάτες» αποφάσισαν να μην εξέλθουν της εκκλησίας υπομένοντας έτσι έναν τραγικό και μαρτυρικό θάνατο. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να εικάσουμε, πως από το ανατολικό τρίλοβο παράθυρο της εκκλησίας θα πρέπει να ξεπρόβαλλαν περιστασιακά φλογισμένες και ολοκόκκινες ματιές πολεμιστών, που αδημονώντας κοιτούσαν προς τη Θήβα προσβλέποντας έστω και την ύστατη αυτή στιγμή σε μια απροσδόκητη βοήθεια. Μπορούμε να φανταστούμε επίσης τον Σκουρτανιώτη να φωνάζει μέσα από τις φλόγες «κρατάτε παλικάρια γιατί όπου να ‘ναι έρχονται». Αλλά κανείς δεν ήλθε. Και οι Έλληνες πέθαναν αβοήθητοι και μόνοι. Οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους από τα ασφυξιογόνα αέρια ενώ οι υπόλοιποι κάηκαν ζωντανοί. Τα ουρλιαχτά του πόνου αντηχούσαν στον ορίζοντα εμπρός απογειώνοντας τον τρόμο και βυθίζοντας στη θλίψη τόσο τους κρυμμένους στα γήινα καταφύγια εντοπίους, όσο και τον κάθε τυχόντα που συναντούσαν στο διάβα τους χιλιόμετρα μακριά13.
«Το μεσονύκτιον ολόκληρος η Βοιωτία εγνώριζεν την έναρξιν του δράματος, αλλ’ ήτο αργά…».
Τη χρονική αυτή στιγμή η εχθρική μονάδα, έχοντας ήδη περισυλλέξει τους νεκρούς και τους τραυματίες της οι οποίοι ξεπερνούσαν τους διακόσιους πενήντα, εγκατέλειψε το χώρο του ανθρώπινου θυσιαστηρίου κινούμενη προς τη Θήβα για να καταλύσει εκεί τη νύχτα. Αλλά το ελληνοπρεπές δράμα δεν είχε ολοκληρωθεί. Τις νυχτερινές ώρες δύο άνθρωποι ήσαν ακόμα ζωντανοί μέσα στην εκκλησία∙ ο Σκουρτανιώτης που παραφυλούσε στην είσοδό της και ένας καλόγερος που ονομαζόταν Πανάρετος. Η ατυχία δυστυχώς κατευθύνθηκε προς την είσοδο. Ο Πανάρετος για να ανασάνει φρέσκο αέρα, ξέφυγε από την προσοχή του ζαλισμένου από τα χημικά αέρια οπλαρχηγού που τον είχε σε περιορισμό και προχώρησε αμελώς στο περίβολο του ναού. Εκεί συνελήφθη από κρυμμένους Οθωμανούς που παραμόνευαν για να σκυλέψουν τους νεκρούς∙ μετά από πίεση που του άσκησαν απέσπασαν την πληροφορία ότι ο καπετάνιος βρίσκεται «εν τη ζωή». Ευθύς αμέσως ενημερώθηκε η διοίκηση του στρατιωτικού σώματος, τμήμα του οποίου επέστρεψε και επιτέθηκε ομαδόν εναντίον του Σκουρτανιώτη. Εκείνος αντιστάθηκε σαν άγριο και μανιασμένο θηρίο, έως τη στιγμή που μια εκ των πολλών (εκρηκτικών) βομβών που εξακόντιζαν οι εχθροί εναντίον του, τον βρήκε κατάστηθα «κατακαίοντας και διαμελίζοντας αυτόν». Οι Οθωμανοί περιχαρείς, αφού «έκαυσαν τον καπετάνιο των Δερβενοχωριτών»14, χάρισαν τη ζωή στον Πανάρετο θεωρώντας τον «όλως ανίκανος προς πόλεμον και ότι ήχθη βιαίως εις την εκκλησίαν υπό των επαναστατών»15.
Τα φλογοκαμένα και ολόμαυρα πτώματα των πολεμιστών καθώς και το διαμελισμένο κορμί του αρχηγού τους Σκουρτανιώτη, ανακαλύφθηκαν το χάραμα της επόμενης ημέρας από τους ντόπιους, όχι μονάχα εξαιτίας της υποχωρήσεως του πυκνού στρώματος πάχνης, το οποίο είχε καλύψει σα σάβανο τη γη θέλοντας ίσως να αποκρύψει το αποτρόπαιο δράμα, αλλά και λόγω της έντονης μυρωδιάς θανάτου που κυριαρχούσε και διαπότιζε τον αέρα. Οι νεκροί αφού ψάλθηκαν από τον Βαγαίο ιερέα Νικόλαο, ενταφιάστηκαν από Μαυροματαίους χωρίς την παρουσία και συμμετοχή κάποιας ελληνικής στρατιωτικής μονάδας, αφήνοντας έτσι ανεκπλήρωτη και την δεύτερη επιθυμία του οπλαρχηγού λίγο πριν το θάνατό του16. Αλλά ελάχιστη σημασία είχε αυτό πλέον, διότι «ο αρχηγός είχεν αποθάνει». Ο όγκος του εχθρικού στρατεύματος σε συνδυασμό με την έλλειψη πυρομαχικών και στρατιωτικής υποστήριξης είχαν επικρατήσει επί της ελληνικής θελήσεως για τη νίκη και τη ζωή. Η πυρπολημένη θολωτή εκκλησία για 181 και πλέον χρόνια, θα έμενε ο μοναδικός μάρτυρας εκείνης της πεισματικής μάχης και της φρικαλέας πυρπόλησης των ανθρώπινων σωμάτων.
Το πρόσωπο που θα διαδεχόταν τον οπλαρχηγό έγινε αμέσως το μήλο της έριδος ανάμεσα στη κυβέρνηση Κουντουριώτη και στη Διοίκηση Δερβενοχωρίων. Αντίθετα με τα γραφόμενα του Τσεβά και άλλων, τον Νοέμβριο του 1825 η θέση του Θανάση Σκουρτανιώτη δεν καταλήφθηκε από τον αδελφό του Γεώργιο, αλλά από κάποιον Κωνσταντίνο Μασκλαβάνη. Η τοποθέτηση αυτή έγινε με πρωτοβουλία του στρατηγού Διονυσίου Ευμορφόπουλου, ο οποίος από τα τέλη του 1824 ως κύριος εκπρόσωπος των κυβερνητικών συμφερόντων στην περιοχή, επιδίωκε τον καθολικό έλεγχο των ιθυνόντων του στρατηγικού περάσματος και των αυτοχθόνων στρατιωτικών. Από την πρώτη στιγμή είχε διαπιστώσει, ότι η επιχώρια πολιτική βούληση στηριζόταν στη στρατιωτική δύναμη, η οποία με τη σειρά της εκπήγαζε από την ισχυρή προσωπικότητα του Θανάση Σκουρτανιώτη. Ο Ευμορφόπουλος προσπάθησε να κλονίσει και να γκρεμίσει το στρατιωτικό έρεισμα των τοπικών προυχόντων επινοώντας συστηματικά, τεχνάσματα απομάκρυνσης του Σκουρτανιώτη από την έδρα του, ώστε να αποδυναμώσει την -εκπορευόμενη από εκείνον- ισχύ της επαρχιακής δημογεροντίας. Ελπίζοντας ότι θα υλοποιούσε την πρώτη φάση του σχεδίου του που ήταν η τοποθέτηση καπετάνιου δικής του επιρροής στην περιοχή17, επιχειρούσε να εμπλέξει τον οπλαρχηγό σε αποστολές αρμοδιότητας άλλων στρατιωτικών ηγετών εκμεταλλευόμενος το φιλότιμο και τον πατριωτισμό του. Η Διοίκηση των Δερβενιών έχοντας αντιληφθεί έγκαιρα τις υποβολιμαίες σκέψεις του στρατηγού, αρνούνταν να συμμορφωθεί στο διαφαινόμενο διορισμό νέου καπετάνιου στέλνοντας συνεχείς επιστολές διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση, η οποία και φυσικά αδιαφορούσε. Η Διοίκηση συνειδητοποιώντας την αδυναμία της και αντιδρώντας με τη σειρά της στην παραπάνω σκόπιμη πολιτική αμεριμνησία, άρχισε να οικοδομεί σταδιακά τον ολοκληρωτικό εναγκαλισμό του Αθανασίου Σκουρτανιώτη σε κείνη, χρησιμοποιώντας ως συστατικά στοιχεία τα υποτιθέμενα κοινά τους συμφέροντα και ως συνδετικούς κρίκους τα προσχήματα του σοβινισμού.
Η δημογέροντες όμως, μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα πανικού, αγνόησαν να συνυπολογίσουν στις μεθοδεύσεις τους, ότι το γόητρο του αρχηγού είχε σοβαρότατα πληγεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια εξαιτίας τριών περιστατικών: Ενώ στην αρχή της Επανάστασης ο Σκουρτανιώτης είχε πρωταγωνιστήσει στην απελευθέρωση της επαρχίας, έχασε το αξίωμα της οπλαρχηγίας από το Φιλικό Θανάση Ζαρίφη στις 25.4.1821, και από το Μινιό Κατσικογιάννη στις 3.2.1822. Κατά την πολιορκία δε της Καρύστου και ως τον Οκτώβριο του 1823, δεν είχε λάβει ως στράτευμα ούτε τους πιο κοντινούς του πατριώτες18. Η ανεκδήλωτη πικρία του οπλαρχηγού μόλις έγινε αντιληπτή από την κυβέρνηση, αντιμετωπίστηκε έξυπνα επ’ ωφελεία της κατά τη διάρκεια του δευτέρου εμφυλίου πολέμου, με την προσφορά της προς αυτόν των βαθμών της χιλιαρχίας αρχικά και της αντιστρατηγίας κατόπιν. Η αποδοχή του τελευταίου και πράγματι ηχηρού αξιώματος -τον Οκτώβριο του 1824- οδήγησε αναπόφευκτα τον Σκουρτανιώτη σε ένα ψυχοφθόρο ακροβατισμό μεταξύ των δύο αλληλοσυγκρουόμενων πόλων.
Η λήψη από εκείνον, της καθοριστικής κυβερνητικής εντολής τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1825 για πλήρη εκκαθάριση των δύο κεντρικών αρτηριών Χαλκίδας-Θηβών και Θηβών-Λιβαδειάς από τον εχθρό, τον έβρισκε πολιτικά εξουθενωμένο και στρατιωτικά εξασθενημένο: Ο προσεταιρισμός του από την πλευρά των κυβερνόντων, του αποστερούσε τη δυνατότητα άρνησης εκτελέσεως της διαταγής. Η σταδιακή ερήμωση της επαρχίας από τον οθωμανικό στρατό του περιόριζε τα ήδη στενά περιθώρια χρόνου. Το μικρό μέγεθος στρατεύματος που του διατέθηκε, τον καθιστούσε εξαρτώμενο από άλλες -αμφίβολης φερεγγυότητας- δυνάμεις με τις οποίες έπρεπε ταχύτατα να συνεννοηθεί. Η εγκατάλειψη της ιδιαίτερής του πατρίδας ήταν πλέον δεδομένη. Δεδομένη συνάμα ήταν και η διάρρηξη των σχέσεών του με τη Διοίκηση Δερβενοχωρίων, γιατί την άφηνε αποδυναμωμένη, εκτεθειμένη και ανυπεράσπιστη τόσο στις επερχόμενες αποπνιχτικές απαιτήσεις της κυβέρνησης Κουντουριώτη, όσο και στο έλεος των Οθωμανών. Οι προσδοκίες της Διοικήσεως είχαν διασυρθεί, γκρεμιστεί και διασκορπιστεί από μια απλή διαταγή, που ήταν όμως ισχυρότατη, διότι είχε δοθεί την καταλληλότερη στιγμή. Και ο Σκουρτανιώτης γινόταν ο εκτελεστής της. Ο θείος του Παπαδιπλός έφτασε τότε σε μια τεραστίων διαστάσεων κρίση αλλοφροσύνης. Σε μια επίδειξη υψηλής τεχνικής αναθέματος, του οποίου πίσω του υπολάνθανε ένα φθονερό και απαίσιο ατομικό συμφέρον, εκστόμισε -στην αρβανίτικη διάλεκτο- στον υποτιθέμενο αγαπημένο του ανιψιό το ανείπωτο «να πας και να μη ξαναγυρίσεις» ή «να πας αλλά δε θα ξαναγυρίσεις». Και στις δυο περιπτώσεις, είτε ως κατάρα, είτε ως προειδοποίηση, τα λόγια επαληθεύτηκαν. Ο Θανάσης δε ξαναγύρισε ποτέ.
Η εξέλιξη αυτή, ενίσχυσε τη θέση της κυβερνήσεως που ευθύς αμέσως επέβαλλε την άποψή της προχωρώντας στο διορισμό του Μασκλαβάνη. Ωστόσο, άφησε ανικανοποίητους και χολωμένους τους επίδοξους στρατιωτικούς μνηστήρες της επαρχίας που είχαν πουλήσει την τιμή και την αξιοπρέπειά τους λίγο πριν σε κείνην προσδοκώντας εναγωνίως μια θέση στον ήλιο, εξαιρουμένου του Βαγαίου Μήτρου Μπινιάρη που απουσίαζε στην Κρήτη. Η καταιγίδα φαινόταν πως δεν είχε σταματήσει με το θάνατο του οπλαρχηγού. Οι κακοί χειρισμοί των εκπροσώπων της κυβερνήσεως σε ζητήματα τοπικού ενδιαφέροντος (για παράδειγμα η διαχείριση μιας αμφίβολης οικονομικής ατασθαλίας από τον Έπαρχο Δερβενοχωρίων Νικόλαο Νάκη) διεύρυναν το χάσμα με τη Δημογεροντία και συνάμα άνοιξαν έναν νέο γύρο αντιπαραθέσεων.
Στο νέο αυτό γύρο, η Επιτροπή Δερβενοχωρίων προέτρεπε συνεχώς τα αδέλφια του εκλιπόντος να παρενοχλούν συστηματικά την κυβέρνηση για την άδικη τοποθέτηση του νέου οπλαρχηγού. Πράγματι, το Δεκέμβριο του 1825 ο Γεώργιος κατηγόρησε στην κυβέρνηση τον ήδη διορισμένο Κων/ο Μασκλαβάνη ως ανάξιο της θέσης του αδελφού του19, για να του απαντήσει ο πρόεδρος του Βουλευτικού Πανούτσος Νοταράς, ότι «…το Εκτελεστικό πριν διορίσει τον Μασκλαβάνη επληροφορήθη ότι δεν υπάρχει αδελφός του αποθανόντος Σκουρτανιώτη άξιος να διαδεχθή τον τόπον αυτού…»20. Για πέντε σχεδόν μήνες ο Γεώργιος μαζί με τον αδελφό του Λουκά, με αλλεπάλληλες αναφορές προς την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος εκλιπαρούσαν να λάβουν «εις εξ αυτών τον τόπον του υπέρ πατρίδος αποθανόντος αυταδέλφου των Αθανασίου Σκουρτανιώτου…»21. Και η κυβέρνηση πεισματικά αρνιόταν, έχοντας υπόψη ένα ατυχές περιστατικό που είχε συμβεί στις αρχές του 1825 και είχε σημαδέψει τον ένα από τα δύο αδέλφια22. Μόλις το Μάρτιο στις 29.3.1826, με τη διαμεσολάβηση του φρούραρχου Αθηνών Ιωάννη Γκούρα η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας αρχίζει να βλέπει θετικά το να αναλάβει ο Γεώργιος «…αρχηγός των αρμάτων της ιδίας επαρχίας [Θηβών] δια τας εκδουλεύσεις του μακαρίτου…»23. Αυτή η φυσική εξέλιξη αναχαιτίστηκε από τα γενικότερα πολιτικά δρώμενα (κυρίως οι σχηματισμοί κομμάτων)∙ και ετούτο γιατί παρά την πλούσια στρατιωτική του δράση, ο Γεώργιος ως το 1829 δεν είχε αποκτήσει κάποιο υψηλό βαθμό πέραν του Πεντακοσίαρχου24.
Η αυτοθυσία του ελληνικού στρατιωτικού σώματος μέσα στην εκκλησία της Αγίας Σωτήρας Μαυροματίου μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα δύο αντιθετικών όψεων. Από εθνοκεντρική και συναισθηματική άποψη μπορεί να θεωρηθεί ως μια ανιδιοτελής επαναστατική αυταπάρνηση, ως το βαρύ τίμημα μιας προσπάθειας υπέρ της ελευθερίας και της απελευθέρωσης της πατρίδος. Εδώ, η κριτική προσέγγιση του γεγονότος συνεξαρτάται ή αγκιστρώνεται από την καθολική δράση και τη συνεισφορά του Αθανασίου Σκουρτανιώτη στον αγώνα της Ανεξαρτησίας∙ οπότε είναι μεροληπτική. Ο αξιόπιστος Μακρυγιάννης θέτοντας την εύλογη απορία στο «ποιος πρόδωσε τον γενναίο Θανάση με τα σαράντα παλικάρια και τους έκαψαν όλους μέσα σε μια εκκλησιά;»25, διαγράφει έναν συγκεκριμένο άξονα ερμηνείας του συμβάντος, ο οποίος μας εξαναγκάζει στην διερεύνηση των πολιτικών και στρατιωτικών συνθηκών που προηγήθηκαν της μάχης. Η απάντηση στο θλιβερό ερώτημα, θα αποκάλυπτε βέβαια, ότι πίσω από τις φαινομενικά ειδυλλιακές σχέσεις μεταξύ των αγωνιστών, υπέβοσκε ζήλια, συμφέρον, καιροσκοπισμός και ιδιοτέλεια. Οι κομπάρσοι του δράματος που αναφέρει ο Τσεβάς ότι θα συναντούσαν τον πρωταγωνιστή και συμπατριώτη τους την επόμενη ημέρα στα Παραπούγγια, ίσως δεν ήταν άγγελοι όπως παρουσιάζονται κατόπιν, ούτε φυσικά και διάβολοι, αλλά άνθρωποι που είχαν φιλοδοξίες, πάθη και (για τους ερευνητές της περιοχής που γνωρίζουν) κακό παρελθόν. Εδώ, θα ήταν καλό να σταματήσουμε, γιατί η περαιτέρω ανάλυση θα εμφάνιζε αθέατες εκφάνσεις μιας πραγματικότητας, η οποία θα ήταν αδύνατο να εξεταστεί στα πλαίσια του ενδεικτικού αυτού άρθρου26.
Από την αντίθετη πλευρά, την κυνική και αποστειρωμένη από χρησιμοθηρικές προθέσεις, η μάχη μπορεί να θεωρηθεί ως ένα στρατηγικό σφάλμα και μια μάταιη θυσία, διότι τα προσδοκώμενα στρατιωτικά οφέλη της ήταν ελάχιστα ως μηδαμινά. Η εξαίρεση εκείνων που προσδιορίστηκαν στη στιγμή είναι αμφίβολο αν πρέπει να ληφθούν υπόψη στην ιστορική διαπραγμάτευση, διότι υποτίθεται πως υπήρχε ένα προμελετημένο σχέδιο καταστρωμένο από τον ίδιο τον αρχηγό. Η μάχη του Μαυροματίου, θα μπορούσε να αντιστοιχιστεί με κείνη στο Μανιάκι που διεξήχθη το Μάιο του 1825. Εδώ ο Παπαφλέσσας δεν έλαβε τη στρατιωτική βοήθεια που προσέμενε, δεν ανέκοψε την προέλαση του στρατεύματος του Ιμπραήμ, και, παρά τη σθεναρή άμυνα που παρέθεσε, πέθανε με φρικιαστικό τρόπο χάνοντας το κεφάλι του.
Είναι αξιοσημείωτο πως ως τον Νοέμβριο του 1825 οι στρατιωτικές συνθήκες στο ελλαδικό χώρο δεν είχαν αλλάξει. Ίσως, είχαν χειροτερέψει κι άλλο. Το έθνος στα πλαίσια της στενής πληθυσμιακής του αυθυπαρξίας αδημονούσε να αυξήσει τους στρατευσίμους για να συγκροτήσει τακτικό στρατό27, είχε ανάγκη τον καθένα που θα μπορούσε να φέρει όπλο, είχε αριθμητικές απώλειες από το «προσκύνημα» και την ανυποταξία, και οι εφεδρείες του είχαν φτάσει στο ελάχιστο δυνατό σημείο. Επρόκειτο πέρα από τη στρατιωτική μάχη, περί μιας μάχης υπάρξεως όπου το ελληνικό αίμα ήταν περισσότερο από ποτέ πολύτιμο. Και στις δυο περιπτώσεις όμως χύθηκε αφειδώς.
Ο Τσεβάς που ήταν βαθύς γνώστης αυτής της θλιβερής πραγματικότητας, αφού έγινε συνειδητός αποδέκτης μιας μεροληπτικής πληροφόρησης από συμπατριώτες του Αθανασίου Σκουρτανιώτη προσπάθησε ουσιαστικά να τον προφυλάξει. Μεταφέροντας την κύρια ευθύνη του δράματος σε άλλο πρόσωπο, χαρακτηριστικά ανέφερε, ότι ο επικεφαλής της «ανιχνευτικής» περιπόλου Γιάννης Δρίτσουλας ήταν εκείνος που έπεισε τον αρχηγό του κυρίου σώματος ότι ο αριθμός των Οθωμανών στρατιωτών που θα αντιμετώπιζαν δεν θα υπερέβαινε τους διακόσιους, πως η νίκη ήταν σίγουρη και ότι η δόξα τους περίμενε. Η Γενική Εφημερίδα όμως διέψευσε το συγγραφέα γράφοντας ότι «…εννοήθηκαν [οι Οθωμανοί] παρά των ημετέρων…»28. Η ίδια διάψευση ήρθε και από άλλους απομνημονευματογράφους της εποχής. Η βασικότερη διάψευση έρχεται από τον ίδιο τον συγγραφέα, που ισχυρίζεται πως η ομάδα του Σκουρτανιώτη παρακολουθούσε επί βδομάδες (!) τις κινήσεις των Τούρκων.
Τέλος, το γεγονός ότι οι περισσότεροι στρατιώτες έκλιναν προς την πλευρά του Δρίτσουλα στη ψηφοφορία περί παραμονής ή μη στην Αγια-Σωτήρα για την πραγματοποίηση της μάχης, καθώς και η μετέπειτα αξιολόγηση και κατάταξη των Σκουρτανιώτη και Δρίτσουλα από την Επιτροπή του Αγώνα στην ίδια (5η) τάξη αξιωματικών, συνολικά καταδηλώνουν μια υποψία συναρχηγίας στο συγκεκριμένο στράτευμα. Σχετικές αναφορές θα συναντήσει κανείς στα έργα των Ευκλείδη Βάγιαννη και Λουκά Φανόπουλου. Πρόκειται δηλαδή για μια εντελώς λογική κίνηση κάτω από την πίεση της ελλείψεως έμψυχου υλικού∙ να ενωθούν δηλαδή οι δυνάμεις των αρχηγών νοτιοανατολικής (Σκουρτανιώτης) και νοτιοδυτικής (Δρίτσουλας) Βοιωτίας για να αντιμετωπιστεί ο πανίσχυρος εχθρός που λυμαινόταν την περιοχή. Η τελευταία διαπίστωση, είναι προς το παρόν μια εικασία, αφού κυρίως αναφέρεται από το Βάγιαννη, αλλά ωστόσο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
Τα παραπάνω που εκτέθηκαν εν συντομία, σε καμία περίπτωση δεν έχουν πρόθεση να μειώσουν την αξία της αυτοθυσίας. Θα ήταν άλλωστε κακόβουλο και κακοπροαίρετο από τη μεριά μας να επικρίνουμε ανθρώπους που πέθαναν για την πατρίδα. Το ότι διέσωσε όμως ένας συγγραφέας χρονογραφικά ένα συμβάν, δε του δίνει και το απόλυτο προβάδισμα στην ιστορική αξιοπιστία. Ακαδημαϊκά, θα λέγαμε, πως η ιστορική αντικειμενικότητα δεν είναι ταυτόσημη με τη διάσωση του χρονογραφικού γεγονότος, αλλά με τη διάταξη της ιστορικής ύλης μέσα σε ένα ερμηνευτικό σχήμα, του οποίου η εγκυρότητα είναι αποτέλεσμα δύο λογικών: της λογικής που αποδεσμεύεται από την ιστορική ύλη και της δικής μας λογικής που τίθεται κάτω από τον έλεγχο της πρώτης. Ακολουθώντας αυτούς τους τεχνικούς βηματισμούς, ενδεχομένως θα πλησιάζουμε ολοένα και πιο κοντά σε μιαν αιρετική ιστορία, ή, καλύτερα, στο αντίθετο άκρο της χρησιμοθηρικής μη ιστορίας.
Ιωάννης Κ. Μήτρου
Ιστορικός, ανθρωπολόγος
.....................................................................................................
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για το ίδιο θέμα, βλ., Ιωάννης Κ. Μήτρου, Η Αγια-Σωτήρα Μαυροματίου και το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη στον ομώνυμο ναό, Αθήνα, 2004., σ. 44-69. Στις ημερομηνίες χρησιμοποιείται αποκλειστικά το Γρηγοριανό ημερολόγιο, που υιοθετήθηκε από την Ελλάδα το 1923. Το χωριό Μαυρομάτι βρίσκεται 15 χιλιόμετρα δυτικά των Θηβών.
2. Βάγιαννης Ευκλείδης, Τύχαι Θηβαίων, Θήβαι, 1895, σ.23-24.
3. Τσεβάς Γεώργιος, Ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας, τ. Β΄, Αθήναι, 1928.
4. Ο Τσεβάς θεωρεί ότι 23 Βαγαίοι υπό τον Αθανάσιο Τζουνάρα συμμετείχαν στο ολοκαύτωμα βασιζόμενος σε προφορικές μαρτυρίες μισό αιώνα μετά. Αντίθετα με όλους τους απομνημονευματογράφους όπως π.χ Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά περί της Εθνικής Παλιγγενεσίας, Τσουκαλάς, Αθήναι, 1957, σ.113-114. // Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν, επιμ. Π.Φ. Χριστόπουλου, 1972, τ. Β΄, σ. 472. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Μέλισσα, χ.χ., Αθήνα, σ. 388. // Για να προσθέσουμε πρόχειρα ότι α) δεν υπάρχει εκ Βαγίων Αθανάσιος, αλλά Αντώνιος Βασιλείου ή Τζουνάρης ο οποίος πέθανε τουλάχιστον μετά το 1828, β) ότι δεν απαντάται το ονοματεπώνυμό του σε καμία αίτηση αγωνιστών ή κληρονόμων αγωνιστών γ) ότι δεν υπάρχει απάντηση στο εύκολο ερώτημα ότι: δεν υπήρξε κανείς από τους κληρονόμους των αδικοχαμένων 23 Βαγαίων να κάνει έστω μία αίτηση για αποζημίωση στην Επιτροπή του Αγώνα;., κ.α.
5. Ο Τσεβάς δίνει την 26η Οκτωβρίου ως ημερομηνία του γεγονότος βασιζόμενος σε μαρτυρίες πολλά χρόνια έπειτα και όχι στα επίσημα έγγραφα της εποχής: Βλ., Γενικά Αρχεία Κράτους, Συλλογή Βλαχογιάννη, Ρήγα Παλαμήδη, αρ.Φ.308. // Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, εν Ναυπλίω 11.11.1825, αρ.Φ.11. // Οικονόμου, ο.π., // Σπηλιάδης., ο.π., κ.α.
6. Πρόχειρα για τους δύο εμφύλιους πολέμους, τις πολιτικές μηχανορραφίες, το σχηματισμό κομμάτων το 1825 και τη διαίρεση του λαού, τις εσωτερικές έριδες, τη διασπάθιση χρημάτων, τους στρατιωτικούς βραχύβιους προσεταιρισμούς, κ.α., βλ. ενδεικτικά, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1978, σ. 373-408.
7. Τάκης Λάππας, Αληθινό Παραμύθι, στο, Αθάνατο 21, Φωτοανατύπωση Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς, Αθήνα, σ. 143-160.
8. Γιώργης Β. Λουκάς Φανόπουλος, Θήβα και Λειβαδιά, Χωραΐται και Χωρικοί στο 21, τ. Α΄, Αθήναι, 1975, τ. Β΄, Αθήναι 1976.
9. Μελέτης Α. Μπεναρδής, Μεγαρείς και Δερβενοχωρίται, Αθήναι, 1936. // Δημήτριος Καλλιέρης, οι κάτοικοι των Δερβενοχωρίων τον 19ο αιώνα, ΕΕΒΜ, Αθήνα, 2000, σ. 704-727. // Ευάγγελος Χ. Μίχας, Δερβενοχώρια, τα Ελευθεροχώρια της Βοιωτίας, Δερβενοχώρια, 2002. // Δημήτριος Λιάκουρης, στο 9ο Συμπόσιο Ιστορίας και Λαογραφίας Αττικής, Αγωνιστές του 1821 από τον Αυλώνα και ορισμένα γειτονικά χωριά, Αυλώνα, 21-24.6.2002. // Αθανάσιος Κυριάκος, Ο Θανάσης Σκουρτανιώτης και η μάχη του Μαυροματίου, Κλειδί, 1995. Και του ιδίου σε περίληψη, Το Ολοκαύτωμα στο Μαυρομάτι , εφημερίδα. Ελεύθερος Λόγος, Σχηματάρι, Απρίλιος 2007.
10. Χιλίαρχος από τις 30.5.1824 ως «…ομολογουμένως καλός πατριώτης γενναίος εις τους πολέμους και εις τας θυσίας και πρόθυμος κατά των εχθρών…» Βλ., Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 10ος, σ. 136 και 323-324 και Αντιστράτηγος μαζί με τον Κων/ο Καλύβα από τις 7.10.1824. Βλ., Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 10ος, σ. 510-511 που υπογράφουν Γ. Κουντουριώτης, Ι. Κωλέττης, Αν. Σπηλιωτάκης και Π. Νοταράς.
11. Ναός που βρίσκεται 500 μέτρα περίπου δυτικά της κεντρικής πλατείας και στα όρια του οικισμού και το 1825 είχε εμβαδόν τετραγωνικά μέτρα.
12. Τσεβάς., ο.π., σ. 199-205.
13. Προφορική παράδοση Μαυροματίου, (Αικατερίνη Παπαθανασίου).
14. Κατά μία έκφραση της επιτροπής Δερβενοχωριτών., Καλλιέρης, ο.π., σ. 714.
15. Τσεβάς., ο.π., σ. 205.
16. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς του Λάππα, περί ερχομού του παππού του Μήτρο. Βλ., Λάππας, ο.π., σ. 159
17. Αρχεία Παλιγγενεσίας, για την 21.10.1825., τ. 7ος , σ. 364.
18. Οι οποίοι συμπατριώτες του είχαν συμμετάσχει υπό τον Στάθη, αδελφό του Μίνιου Κατσικογιάννη και το Γιάννη Δρίτσουλα στην αποστολή στην Κάρυστο. Και στις 7 Ιουλίου 1824 πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα όταν ο Ανδρούτσος πρότεινε στην πολιτική ηγεσία, ανθρώπους για προβιβασμό χωρίς καν να τον αναφέρει. Βλ., Φανόπουλος, ο.π., τ. Α΄, σ. 91. Ίσως έτσι να εξηγείται (ως δεύτερος λόγος) η μετέπειτα προσχώρηση του Γεωργίου Σκουρτανιώτη στο εκστρατευτικό σώμα του Γκούρα εναντίον του Ανδρούτσου.
19. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 8ος, σ. 379 και 7ος, 391-392-393
20. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος, σ. 401.
21. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος , Αθήναι, 1971, σ. 459.
22. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος , σ. 175. «Ανεγνώσθη αναφορά του Παπά Θανάση και Γεωργίου Σκουρτανιώτου [στις 17 Μαρτίου 1825], ευρισκομένων εις την φυλακήν της Αστυνομίας επί λόγω ότι είναι προδόται. Εστάλη εις του Υπουργείον της Αστυνομίας με απόφασιν του Βουλευτικού και, αν τω όντι, ως λέγουσιν είναι αθώοι της συκοφαντίας να ελευθερωθώσι της φυλακής». Βέβαια οι συκοφαντίες ποτέ δεν έλλειπαν και το έγγραφο δε διασταυρώνεται. Απλώς όμως ισχυροποιεί την άποψη ότι υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές της οπλαρχηγίας στα Δερβενοχώρια, που θα μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε για να πετύχουν τα σχέδιά τους. Το έγγραφο αυτό επίσης δείχνει (τον πρώτο λόγο) που ώθησε το Γεώργιο Σκουρτανιώτη να ταχθεί με το μέρος του Γκούρα κατά την εκστρατεία του εναντίον του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
23. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος, σ. 478.
24. Γενική Εφημερίς, 25.9.1829.
25. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, ο.π.
26. Αναλυτικά βλ., Ιωάννης Κ. Μήτρου, ο.π. // Μια νέα μελέτη περιλαμβάνει το ίδιο θέμα και βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, γι’ αυτό και δίνονται ενδεικτικές (οι πιο γνωστές) παραπομπές.
27. Νόμος «περί κατ’ απογραφήν στρατολογίας υπ. αριθμ.10» της 10.5.1825 για στρατολόγηση 1/100 κατοίκους, σε συνολικό πληθυσμό 700.000 δεν έφερε 7.000 στρατευσίμους γιατί το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν υπό εχθρικό έλεγχο και πολλοί δεν παρουσιάζονταν. Για τους λόγους αυτούς ακολούθησε δεύτερος Νόμος Στρατολόγησης, ο ΜΗ΄ της 10.9.1825.
28. Για το λόγο αυτόν, η αφήγησή μας ξεκινάει χωρίς την υποτιθέμενη δράση της ομάδας Δρίτσουλα.
2379
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου