Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Η μούργα

Το λιοτρίβι του Κατζέλη. Διακρίνεται ο μάστρο Γιάννης Κατζέλης. ΦΩΤΟ 1965

Η ΜΟΥΡΓΑ

Του Πάνου Λάμπρου

Κάθε χρόνο, από τις αρχές Νοεμβρίου, άρχιζε να τρέχει η μούργα από το λιοτρίβι του Κατζέλη. Το αυλάκι πέρναγε από την Ξερόβρυση, από την Σούμα  και όλη η ρεματιά ανάμεσα στο Κασκαβέλι και στο Ρημόκαστρο μύριζε λάδι, μούργα και λιοκόκκι. 

Μερικά παιδιά από την άκρη του χωριού κατηφόριζαν γελαστά και με φωνές κάθε μεσημέρι μετά από το σχόλασμα του Δημοτικού. Πηγαίνανε να μαζέψουνε την μούργα. Μαζί τους και ο Σαραφείμης. Πάντα χαρούμενος και χορατατζής. Κρατούσανε κρεμασμένα από το ξύλινο χερούλι κάτι αλουμινένια  κατσαρολάκια και από μια βαθειά κουτάλα. Στην κωλότσεπη είχανε την φούρκα και το  λάστιχο κρεμόταν. Από τις τσέπες ακουγόντουσαν οι διαλεγμένες στρογγυλές πέτρες, τα πολεμοφόδια. 

Στο αυλάκι βάζανε ξερά σμύρνα και άλλα φρύγανα και πέτρες. Κάνανε μικρά φράγματα. Τότε εκεί τα ζεστά μαύρα απόνερα του λιοτριβιού, που το πρωί και το βράδυ αχνίζανε, άρχιζαν να στριφογυρίζουν. Από μια άκρη, κάτω από τα φρύγανα, έφευγε το μαύρο νερό αλλά το χρυσαφένιο λάδι κρατιόταν και επέπλεε. Έτσι τα παιδιά το μαζεύανε προσεκτικά με την κουτάλα. 

Υπήρχε και προτεραιότητα στο μάζεμα. Όποιος πήγαινε πρώτος ήτανε πιο μπροστά στο αυλάκι. Οι άλλοι πιο πίσω. Μόνο μερικές γριές δεν είχανε σειρά. Μαζεύανε το λάδι για να το φάνε και όχι για να φτιάξουνε σαπούνια. Αυτές μαζεύανε αμίλητες λαδάκι όπου γουστάρανε και τα παιδιά όχι μόνο δεν διαμαρτύρονταν αλλά πρόθυμα τις βοηθούσανε και από πάνω. Πιο πολύ τις βοηθούσε ο Σαραφείμης. Μετά οι γριές δίνανε την ευχή, Ουράτ΄ν,  λέγανε και ανηφορίζανε σκυμμένες για το χωριό. Όταν γέμιζε το κατσαρολάκι  τα παιδιά γυρίζανε στο σπίτι και το αδειάζανε στο μεγάλο σιδερένιο βαρέλι με την κάνουλα, που ήταν στην αυλή.

Εκεί περίμενε σκεπασμένο ώσπου να τελειώσει η σπορά και το μάζεμα της ελιάς. Μετά, μια καλή ημέρα, μαζευόντουσαν οι μεγάλοι και ανάβανε φωτιά για να φτιάξουνε σαπούνι. Ίκνι αλάργα τ μος ου βέϊ ν ση εδε ν ντούαρτ (φύγετε μακρυά να μην σας πάει στα μάτια και στα χέρια)  φώναζαν. Τα παιδιά καθόντουσαν γύρω- γύρω. Ζεσταινόντουσαν και κοιτάγανε. Μόνο όταν κρύωνε το σαπούνι στα καλούπια επιτρεπότανε να πλησιάσουνε.



Καλό ήταν αυτό το σαπούνι. Έκανε για όλες τις δουλειές. Αλλά στα παιδιά δεν άρεσε επειδή έτσουζε στα μάτια. Στις γυναίκες επειδή προτιμούσαν το μοσκοσάπουνο,  όπως και τις καμηλώ κουβέρτες και τα πλαστικά οικιακά σκεύη. Όλα τα ψεύτικα και τα λαμπερά. Να μην φτιάχνει τίποτα μόνος του ο άνθρωπος. Ούτε φαϊ να φάει. Όλα να τα αγοράζει. Το βλαβερό φτηνιάρικο εμπόρευμα μιας χρήσης πάνω από την ανθεκτική οικιακή παραγωγή αιώνων. Άποψη, που μέχρι σήμερα προσπαθεί να εμπεδωθεί σε  περισσότερο κόσμο που αμύνεται και που είναι ένα συντριπτικό χτύπημα στην ρίζα του κοινωνικού ιστού.   Στην παραγωγή. Έτσι τότε, όπως  γίνεται  και τώρα. Παραδίδουμε στους πλανόδιους εμπόρους των εθνών όλα τα χαλκώματα, τα χειράμια, τα κεντήματα, την παράδοση κι την ψυχή μας. Ακόμα και τις βουνοκορφές.   Για να αποκτήσουμε μοσκοσάπουνα και καθρεπτάκια για τους ιθαγενείς.

Πάνος Λάμπρου / 23-11-2021 / από το φς


2389

Δεν υπάρχουν σχόλια: