Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

ΦΩΤΟΛΕΖΑΝΤΕΣ 002


Γνωρίζοντας ότι φεύγουν για τον μέτωπο της Αλβανίας και ότι ίσως κάποιοι να μην ξαναγύριζαν, φωτογραφήθηκαν στο στρατόπεδο της Χαλκίδας, από όπου και ξεκίνησαν και έστειλαν την φωτογραφία στους δικούς τους, στο χωριό μας. Είναι όλοι τους Λεονταρίτες, νέα παιδιά, με όνειρα, άφησαν πίσω τους, τους γονείς τους, τα αδέλφια τους, γυναίκες και παιδιά ή ίσως κάποια αγάπη, τα κλείδωσαν όλα στην καρδιά τους και με την ευχή της μάνας πορεύθηκαν. Εκεί στα χιονισμένα και αφιλόξενα βουνά της Πίνδου έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό, πολέμησαν σαν ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ για την πατρίδα. Για μας είναι όλοι τους ήρωες……
ΟΡΘΙΟΙ(από αριστερά): Παναγιώτης Πανταζής τ. Ευαγγέλου, Γεώργιος Κατσιπόδης τ. Κωνσταντίνου(σκοτώθηκε στο μέτωπο την 19-11-1940), Αλέξανδρος Γκιζιώτης τ. Σπυρίδωνα, Αντώνιος Κόλλιας τ. Κωνσταντίνου, Ιωάννης Κόλλια τ. Γεωργίου. ΚΑΘΙΣΤΟΙ(από αριστερά): Κωνσταντίνος Ζαφείρης τ. Λουκά, Κωνσταντίνος Γρίλλιας τ. Σπυρίδωνα, Χαράλαμπος Βεργιώτης τ. Νικολάου, Παντελής Κόλλιας τ. Κωνσταντίνου.(ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦ. "ΤΟ ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΝ", Τ.006)




Εικόνες σαν και αυτή μας γυρνάνε ευχάριστα 40 και πλέον χρόνια πίσω. Τότε που το δειλινό το περιμέναμε στην είσοδο του χωριού από τα Κολλιέϊκα και μαζί με την δύση του ηλίου περιμέναμε -αποκαμωμένοι από το παιχνίδι στα νταμάρια- το κοπάδι με τις κατσίκες. «Πήρε;» ρώταγαν οι περισσότεροι μια ερώτηση που για μας ήταν ακαταλαβίστικη, μα το «ναι» του τσοπάνι έδινα χαρά και ικανοποίηση σε κάθε σπιτικό. Ο γυρισμός στο σπίτι παρέα με την κατσίκα σήμαινε και το τέλος της ημέρας. Συνήθως σε λίγο έφτανε και ο πατέρας από το χωράφι και ΄μεις τρέχαμε στο ταγάρι που είχε κρεμασμένο στο ζώο, αν φούσκωνε, όλο και κάποια καλούδια θα είχε μέσα, σύκα, σταφύλια, αλλά και καλα-γκ-τσια, που η γεύση τους μας συνόδευε, λίγο πριν αφεθούμε στην αγκαλιά του Μορφέα. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦ. "ΤΟ ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΝ", Τ.007)






……αφιερώνεται στην μνήμη όσων χάθηκαν νέοι τα τελευταία χρόνια μετά τον Λιάμη, δηλαδή στον Γιάννη Γ. Κόλλια , τον Βασίλη Γ. Γρίλλια, τον Λάμπρο Δ. Νικολάου, τον Σεραφείμ Δ. Σπανό, τον Γιάννη Σ. Σπύρου, τον Τάκη Σ. Κόλλια, τον Κώστα Κ. Νικολάου, τον Κωστάκη Α. Γρίλλια, τον Γιώργο Α. Παύλου, τον Γεώργιο και Μιχάλη Κ. Ζωγράφου, και τις αδελφές Ντίνα και Ελένη Χ. Κόλλια.


Δεκατρείς του Μάη ήτανε, έπιανε Καλοκαίρι, την ώρα που ο ήλιος εβασίλευε, μας ήρθε ένα χαμπέρι.
Της κυρά-Γιαννούλας ο παιδί, του Αντώνη το καμάρι, ένα ταξί το κτύπησε , το έστειλε στον Άδη.

Η είδηση του χαμού σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα του Χαράλαμπου Α. Μακρή, έσκασε σαν βόμβα στο χωριό μας εκείνο το πρωινό του 1970. Αμέσως σταμάτησε ο χρόνος, οι συζητήσεις ήταν μια συνεχής λεπτομερής επανάληψη του πως συνέβη το γεγονός, φράσεις σαν αυτές επαναλαμβάνονται διαρκώς , «αν δεν έσκυβε όταν βγήκε από το αστικό, δεν θα συνέβαινε το μοιραίο», «αν δεν πήγαινε στην Αθήνα..», λες και έτσι θα μπορούσαμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω. Ερχόταν ο πένθιμος ήχος της καμπάνας να μας θυμίσει ότι ο χρόνος κυλάει ασταμάτητα και ότι και όσο και αν προσπαθούμε δεν γυρίζει πίσω, διότι ο χρόνος είναι και αδυσώπητος αλλά και πανδαμάτορας. Κλαυθμοί, οδυρμοί, στεναγμοί… από όλους. ……… και ύστερα έρχεται η ώρα του αποχωρισμού…

Μπρος πάει άσπρο άλογο, με σέλα ξασπρισμένη, γιατί έτσι φεύγουν πάντοτε, οι νέοι πεθαμένοι.

Όμως ούτε το άλογα καμιά φορά, δεν θέλουν να συνοδεύσουν στο χώμα ένα νέο παλικάρι σαν τον Λιάμη.
Ο νεκρός ντύνεται γαμπρός, ο νονός του φέρνει τα απαραίτητα, αντί κουλούρια έχουμε μπουμπουνιέρες, έχουμε πέτες και φλασκιά με κρασί, οι φίλοι του και τα ξαδέλφια του είναι γύρω του, ….. μα οι πιο τραγικές φιγούρες είναι οι γονείς του, η αδελφή του που είναι εδώ, γιατί βλέπεις οι άλλες δυο λείπουν στα ξένα…

Κι ύστερα τα χάνει και ο χρόνος, σταματά και αυτός καμιά φορά να είναι πανδαμάτορας……………. Ο Μπαρμπά-Αντώνης με την γενειάδα του, εξιστορεί σε κάθε περαστικό που περνά από το περιβόλι του, καθισμένος πάνω σε μια πέτρα πως κάποτε « είχε και αυτός ένα παιδί, λεβέντη, παλικάρι,…». Η κυρά-Γιαννούλα με το μοιρολόι της, που ακούγεται κάθε φορά που ανεβαίνοντας στην αγορά περνάμε έξω από την πόρτα της, την πόρτα της με το μεγάλο πένθιμο μαύρο σήμα πλέον, μας θυμίζει τι έχασε. Κι αυτό γίνεται για χρόνια πολλά, μέχρι που στερεύουν τα δάκρυα και οι λέξεις, ώστε να μην μπορεί άλλο μια μάνα, να κλάψει αλλά και να πλάσει στιχάκια για το παιδί της. Αυτά στερεύουν, τα δάκρυα και οι λέξεις, γιατί η αγάπη της μάνας είναι αστείρευτη.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ



Υ.Γ. Η φωτογραφία δημοσιεύεται κατόπιν αδείας της οικογένειας.

(Από την Εφ. ΤΟ ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΝ, ΤΕΥΧΟΣ 008)

Δεν υπάρχουν σχόλια: